Η 26η Απριλίου έχει καθιερωθεί ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης για την Καταστροφή στο Τσερνόμπιλ (International Chernobyl Disaster Remembrance Day), με απόφαση της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ, που ελήφθη στις 8 Δεκεμβρίου 2016.
Ως Καταστροφή του Τσερνόμπιλ, νοείται το γιγαντιαίων διαστάσεων πυρηνικό δυστύχημα που συνέβη στις 26 Απριλίου 1986 στην τότε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας (τμήμα της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ή Σοβιετικής Ένωσης), όταν ο αντιδραστήρας 4 στο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας του Τσερνόμπιλ καταστράφηκε ολοσχερώς από έκρηξη που προκλήθηκε από μια αιφνίδια αύξηση ισχύος του.
Η έκρηξη οδήγησε σε ραδιενεργό μόλυνση μεγάλων τμημάτων της τότε Σοβιετικής Ένωσης (Ουκρανία, Λευκορωσία, Ρωσία), με αποτέλεσμα πάνω από 8 εκατομμύρια άνθρωποι να εκτεθούν σε ραδιενεργό ακτινοβολία.
Το κομμουνιστικό καθεστώς απέκρυψε τις συνέπειες του πυρηνικού δυστυχήματος για τέσσερα χρόνια (καίτοι στην εξουσία βρισκόταν ο μεταρρυθμιστής Μιχαήλ Γκορμπατσόφ) και μόλις το 1990 αναγνώρισε απρόθυμα την ανάγκη διεθνούς βοήθειας για τον μετριασμό των συνεπειών της καταστροφής.
Οι δυστυχείς επιπτώσεις της έκρηξης
Το ατύχημα ήταν της τάξης του μέγιστου προβλεπόμενου ατυχήματος στην Διεθνή Κλίμακα Πυρηνικών Γεγονότων, διατάραξε σοβαρότατα τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στις γύρω περιοχές και είχε σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία.
Από το ατύχημα πέθαναν επιτόπου 2 από τους εργάτες του σταθμού. Μέσα σε τέσσερις μήνες, από τη ραδιενέργεια και από εγκαύματα λόγω της θερμότητας, πέθαναν 28 πυροσβέστες που έσπευσαν στο χώρο του ατυχήματος και διαπιστώθηκαν 19 επιπλέον θάνατοι ως το 2004.
Επιπλέον, υπολογίζεται ότι επηρεάστηκε η υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων εξαιτίας της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια. Οι ποσοστιαίες αυξήσεις των καρκίνων ήταν άνω του 15% στους πληθυσμούς που εκτέθηκαν, με χιλιάδες θανάτους από καρκίνο και λευχαιμία να συνδέονται με το ατύχημα.
Η καταστροφή που προκάλεσε το ατύχημα φάνηκε από τις μετέπειτα συνέπειες του: ο χώρος εκκενώθηκε, έγινε μια μεγάλη διαρροή ραδιενέργειας, πολλοί άνθρωποι εκτέθηκαν σε ραδιενέργεια και εργάτες εγκατέλειψαν τον τόπο εργασίας τους.
Τα Μέσα Ενημέρωσης αργότερα αναφέρθηκαν στο περιστατικό ως μια καταστροφή ευρείας κλίμακας, αναφερόμενα σε αυτό ως πυρηνικό ατύχημα και επίσης εκτίμησαν ότι η ζημιά που προκλήθηκε στο Τσερνόμπιλ είχε καταστροφικές συνέπειες και για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αίτια του ατυχήματος
Το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ προήλθε από μια σειρά μη προβλεπόμενων χειρισμών και λαθών, και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε σχεδιαστικές ατέλειες του αντιδραστήρα RBMK-1000, που χρησιμοποιούσε το εργοστάσιο.
Σύμφωνα με την επανεκτίμηση του ατυχήματος από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας που έγινε το 1992 (INSAG-7), οι ακόλουθοι παράγοντες μπορεί να προκάλεσαν το Πυρηνικό Ατύχημα στο Τσερνόμπιλ:
- Ο αντιδραστήρας είχε επικίνδυνα μεγάλο θετικό συντελεστή κενού. Ο συντελεστής κενού εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο αντιδραστήρας όταν στο νερό ψύξης που έχει στο εσωτερικό του δημιουργηθούν φυσαλίδες ατμού. Οι περισσότεροι αντιδραστήρες έχουν αρνητικό συντελεστή κενού, όμως οι αντιδραστήρες γραφίτη -όπως αυτό του Τσερνόμπιλ- έχουν θετικό συντελεστή.
- Πιο σημαντικό σφάλμα θεωρείται η χρήση γραφίτη στο άκρο των ράβδων ελέγχου. Με τον σχεδιασμό αυτό, όταν οι ράβδοι κατεβαίνουν από την ανώτατη δυνατή θέση, η ισχύς τους αντιδραστήρα αυξάνει για μερικά δευτερόλεπτα. Οι χειριστές του αντιδραστήρα δεν ήταν ενήμεροι για αυτή την συμπεριφορά.
- Ο σχεδιασμός των αντιδραστήρων RBMK-1000 παρουσίαζε και άλλες ελλείψεις και ελαττώματα, και δεν συμμορφωνόταν με τα αποδεκτά επίπεδα ασφαλείας για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Επιπτώσεις στην Ελλάδα
Μέρος του ραδιενεργού νέφους από το Τσερνόμπιλ έφτασε και στην Ελλάδα μετά από μερικές μέρες. Προκλήθηκε πανικός στον ελληνικό πληθυσμό, συγκεκριμένα σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων, με τον κρατικό μηχανισμό να κάνει συστάσεις για αποφυγή του φρέσκου γάλακτος και το καλό πλύσιμο φρούτων και λαχανικών από τις 5 Μαΐου και μετά.
Το ραδιενεργό νέφος επηρέασε κυρίως την Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, όπου χρόνια αργότερα ανιχνεύονταν ποσά ραδιενέργειας υψηλότερα του κανονικού.
Μετρήσεις που έγιναν το 1996 έδειξαν εκπομπές καισίου στα 65 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο με το όριο επικινδυνότητας να βρίσκεται στα 5 κιλομπεκερέλ. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία δεν παρατηρήθηκε αύξηση στη συχνότητα της λευχαιμίας, εκτός από τη σπάνια βρεφική λευχαιμία, αλλά ούτε και στον καρκίνο του θυρεοειδούς.
Από την άλλη όμως υπολογίζεται από έρευνα της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ότι έγιναν περίπου 2.500 τεχνητές εκτρώσεις το 1986 από γονείς οι οποίοι φοβήθηκαν τις πιθανές επιπτώσεις της ραδιενέργειας στο έμβρυο.
Επίσης ιατρικοί κύκλοι αποδίδουν 1500 περιπτώσεις καρκίνου (τη δεκαετία 1986-1996) που δεν δικαιολογούνταν από το ιστορικό του ασθενούς, σε πιθανές επιπτώσεις του Τσερνόμπιλ.