Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια και όμως όλα μένουν ίδια…Αυτό ένιωσα όταν σε είδα απρόσμενα μπροστά μου. Το ίδιο καρδιοχτύπι στην πρώτη μας γνωριμία το ίδιο και τότε. Και ήθελα τόσο πολύ να σε αντιμετωπίσει η ψυχή μου σαν έναν άνθρωπο όπως τους άλλους. Σαν να μην ήσουν ο άνθρωπος εκείνος που με έκανε να ονειρεύομαι ξανά. Σαν να μην ήσουν εκείνος που με έκανε να πιστέψω στην ευτυχία. Σαν να μην ήσουν ο δυνατότερος εθισμός μου.
Και έπειτα έστρεψα το βλέμμα μου, γιατί η θύμηση του πόνου με τη φυγή σου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο κατακερματισμός της καρδιάς μου εκείνη τη νύχτα με έκανε εκείνη τη στιγμή να τρέξω όσο πιο μακριά μπορώ από σένα, από μένα, από εμάς. Άραγε τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή; Το βλέμμα σου είχε απωθήσει την τότε απόφασή σου και τώρα; Δεν υπάρχει εκείνη;
Ιστορία χρόνων σε αποκαλούσαν φίλοι και γνωστοί μου. Εγώ συνεχίζω να σε αποκαλώ έρωτα. Σε πονούσα τα τρία χρόνια που ήμασταν μαζί, το καταλάβαινα, αλλά έτσι είναι ο έρωτας. Τα απαιτεί και τα παίρνει όλα. Είναι ευτυχία και πόνος ταυτόχρονα. Εκεί που νομίζεις πως δεν γίνεται να πονέσεις περισσότερο έρχεται εκείνος και στα ανατρέπει όλα. Και η ευτυχία; Κάθε μέρα που περνάει και τον κοιτάζεις αναρωτιέσαι αν μπορεί να ζήσει άνθρωπος μεγαλύτερη ευτυχία από αυτήν που ζεις τη δεδομένη στιγμή εσύ. Ώσπου ήρθε εκείνη που δε σε έκανε να πονάς τόσο. Δεν σε έκανε να αμφιβάλλεις για το κάθε λεπτό της ζωή σου μου είχες πει.
Εκείνο το βράδυ της δέκατης ενάτης του Νοέμβρη πήγα να σε φιλήσω για καληνύχτα και εσύ με φίλησες θέλοντας να μου πεις αντίο. Μου μίλησες για εκείνη την όμορφη κοπέλα της ζωής σου που όπως είχες τονίσει τότε έκανε τη ζωή σου να μοιάζει φυσιολογική. Ήθελες χρόνο να σκεφτείς αλλά δε σου έδωσα το περιθώριο. Ή εμένα ή εκείνη; Ήξερα την απάντηση αφού εάν με ήθελες όσο έλεγες λίγο πριν την γνωρίσεις δε θα το σκεφτόσουν καν… Και έκλεισα την πόρτα και έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω τα δάκρια που πλημμύριζαν τα μάτια σου.
Έκλαψα αλλά μονάχα τρεις φορές. Την πρώτη γι’ αυτά που περάσαμε και δε θα ξαναέρθουν. Για τα συναισθήματα που θα μου λείψουν αφού μία φορά ερωτεύεται ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Για τις στιγμές ευτυχίας αλλά και δυστυχίας. Τη δεύτερη γιατί θα μου λείψεις εσύ. Το χαμόγελό σου, η ανάσα σου στο πρόσωπο μου, η μυρωδιά σου, το άγγιγμά σου, το σούφρωμα των χειλιών σου όταν δεν ήθελες να σου θυμώσω. Και η τελευταία φορά; Αυτή ήταν μονάχα για μένα. Για τις ώρες εκείνες που έκανα το καλύτερο για σένα και το χειρότερο για μένα.
Και έτσι πέρασαν δύο χρόνια που φάνταζαν δύο αιώνες. Και αναρωτιόμουν μήπως δεν κατάλαβα κάτι. Εγώ εδώ καθόμουν και περίμενα, γιατί ήσουν η ζωή μου όλη. Οι φωνές κάθε βράδυ με ζάλιζαν και με έπαιρναν μαζί τους. Τα αστέρια έσβηναν, ο ουρανός κοκκίνισε.
Δίχως να το αντιληφθώ στεκόσουν πίσω μου με το στραβό χαμόγελο που όταν σε πρωτογνώρισα με έκανε να σε ερωτευτώ. Δεν στάθηκες στα τυπικά. Η συγνώμη βγήκε από το στόμα σου μαζί με την φράση που όσος καιρός και να περάσει πάντα θα μένει χαραγμένη στο νου μου “Μαζί σου κατάλαβα τι θα πει ο έρωτας. Στάθηκα στο σίγουρο και απέρριψα το πάθος.
Μπέρδεψα την συμπάθεια με την αγάπη, τον ενθουσιασμό με τον έρωτα. Τον πόθο τον βάφτισα αβεβαιότητα και έχασα τον μοναδικό άνθρωπο που ακόμα και την χειρότερη στιγμή της ζωής μου με έκανε να νιώθω ζωντανός. Ύστερα από όλα αυτά, αν με γνώριζες τώρα θα με ερωτευόσουν;”
Δυνατό άνθρωπο δε σε κάνουν τα όσα περνάς, αλλά τα όσα ξεπερνάς…