Ο Φρέντερικ Αούστερλιτς (Φρεντ Αστέρ), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1899 στην Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ. Οι γονείς του είχαν καταγωγή από τη Γερμανία και την Αυστρία. Από ηλικίας τεσσάρων ετών άρχισε χορευτικές σπουδές. Το 1906, μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή του Αντέλ, σχημάτισε ντουέτο που εξελίχθηκε σε δημοφιλές νούμερο του βοντεβίλ.
Από το 1917, στο Μπρόντγουεϊ, ο Φρεντ και η Αντέλ Αστέρ απέκτησαν διεθνή φήμη, με θεατρικές επιτυχίες όπως τα «For Goodness Sake» (1922), «Αστείο Μουτράκι» («Funny Face», 1927) και «The Band Wagon» (1931). Το 1932 το ντουέτο τους διαλύθηκε, καθώς η Αντέλ παντρεύτηκε τον λόρδο Κάβεντις και αποχώρησε από τη σόου-μπιζ.
Αν και ο Φρεντ αποφάσισε μετά το 1946 να στραφεί στην τηλεόραση, αφήνοντας τα κινηματογραφικά πλατό, οι χορευτικές του καινοτομίες, ως προς τον τρόπο απόδοσης της κίνησης στη κάμερα, είναι η κληρονομιά που άφησε πίσω του.
Ο ίδιος δήλωσε:
«Είτε η κάμερα θα χορεύει, είτε εγώ.»
Αυτή του η φράση αποτυπώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία των χορογραφιών του και τον τρόπο που αυτές ήθελε να αποδίδονται στην κάμερα. Πρώτο μέλημα του Αστέρ ήταν η, μέχρι τότε, ακίνητη κάμερα να απεικονίζει τη χορογραφία. Χωρίς να καθίστανται αναγκαία η διακοπή του πλάνου και ο κατακερματισμός του σε επιμέρους σκηνές. Χάρης σε αυτό, έγινε δυνατή η ακριβής απόδοση των χορευτικών κινήσεων. Ενώ αποφεύχθηκαν οι λήψεις από αέρος και τα ζουμ σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος. Τα οποία δεν βοηθούσαν την καλύτερη κατανόηση της κίνησης από τον θεατή…
Ο δεύτερος και σημαντικότερος νεωτερισμός που εισήγαγε στα χολιγουντιανά μιούζικαλ ήταν το χορευτικό κομμάτι να έρχεται ως μία λογική συνέχεια της πλοκής. Εναρμονίζοντας το λυρικό με το «θεατρικό» μέρος του έργου. Ο ίδιος, θέλοντας να προσδώσει περισσότερη ποικιλία στην χορευτική του γκάμα, συνήθως προσέθετε τρία χορευτικά στις ταινίες. Το λεγόμενο «Sock Solo» και δύο ντουέτα (ένα κωμικό και ένα ρομαντικό), που εκτελούσε με τις κινηματογραφικές του παρτενέρ.