Η Μελίνα (Αμαλία-Μαρία) Μερκούρη (Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 1920 – Νέα Υόρκη, 6 Μαρτίου 1994) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός με αντιδικτατορική δράση. Καταγόταν από οικογένεια πολιτικών. Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού, η μακροβιότερη στην Ελλάδα, τα έτη 1981-89 και 1993-94, σε όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Η οικογένεια Μερκούρη προερχόταν από την Αργολίδα και μέλη της είχαν πολεμήσει στην επανάσταση του 1821. Ο παππούς της Μελίνας, Σπυρίδων Μερκούρης, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος Αθηναίων.
Ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού και χρημάτισε βουλευτής και υπουργός (Λαϊκό Κόμμα, Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα, ΕΔΑ) ενώ για πολλά χρόνια συμμετείχε στη διοίκηση της ομάδας του Παναθηναϊκού.
Στην κατοχή, ο Σταμάτης Μερκούρης ίδρυσε την αντιστασιακή οργάνωση με την ονομασία «Ριζοσπαστική Οργάνωσις» τον Ιανουάριο του 1942. Ο θείος της, Γεώργιος Μερκούρης, είχε ακροδεξιές πολιτικές απόψεις και ήταν ιδρυτής του Ελληνικού Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας την περίοδο της Κατοχής, γεγονός που προκάλεσε την οργή της οικογένειας Μερκούρη, ενώ αρνήθηκαν να παραστούν στην κηδεία του, το 1943.
Η μητέρα της, Ειρήνη Λάππα, ήταν αδελφή του ναυάρχου Πύρρου Λάππα, ο οποίος διατέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, γενικός γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων και αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά Παύλου.
Τον Σεπτέμβρη του 1938 η Μελίνα γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά.
Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον κατά πολύ μεγαλύτερο της, πάμπλουτο κτηματία Παναγή Χαροκόπο. Στην κατοχή η νεαρή Μελίνα, ούσα σπουδάστρια της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, συνδέθηκε ερωτικά με τον μαυραγορίτη επιχειρηματία Φειδία Γιαδικιάρογλου, ενώ τυπικά ήταν παντρεμένη με τον Χαροκόπο (η συζυγική τους σχέση ουσιαστικά είχε λήξει).
Ο ίδιος ήταν γνωστός και πριν από τον πόλεμο. Κυνικός, καιροσκόπος αλλά παράλληλα πολύ γοητευτικός, είχε την άποψη, η οποία υπήρξε για εκείνον στάση ζωής «Είμαστε νέοι και η ζωή είναι μικρή – ας τη ζήσουμε. Ας τη γλεντήσουμε όσο είναι ακόμα καιρός!»
Κατηγορήθηκε ότι ζούσε πλουσιοπάροχα, ενώ ο λαός λιμοκτονούσε. Η ίδια, θα παραδεχθεί ότι αντλούσε χρήματα από τους δύο πάμπλουτους άντρες της και τα διοχέτευε στην Αντίσταση, ενώ με τις γνωριμίες της βοηθούσε στην διάσωση αντιστασιακών. Τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαίωσαν αρκετοί συνάδελφοί της από τον καλλιτεχνικό χώρο.
Η διεθνής καριέρα της Μελίνας Μερκούρη
Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και είχε το προνόμιο να γίνει η πρώτη ελληνίδα ηθοποιός που ερμήνευσε τον απαιτητικό ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά.
Στο Θέατρο Τέχνης παρέμεινε μέχρι το 1950 και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου διακρίθηκε ως ηθοποιός του βουλεβάρτου εγκαινιάζοντας συγχρόνως τη διεθνή σταδιοδρομία της. Το 1955 επανήλθε στην Ελλάδα και πρωταγωνίστησε σε έργα ρεπερτορίου, όπως «Μάκβεθ» του Σέξπιρ, «Κορυδαλλός του Ζαν Ανούιγ και «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς.
Η ταινία που εκτόξευσε την φήμη της ήταν φυσικά το «Ποτέ την Κυριακή», που της χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο.
Η γεμάτη μπρίο ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά», φανέρωσε μια άλλη πτυχή του ταλέντου της. Ο ίδιος ρόλος, της πόρνης ‘Ιλια με την καλή καρδιά, της χάρισε το 1967 και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι, στην θεατρική μεταφορά της ταινίας στο Μπρόντγουεϊ, με τίτλο «Ίλια Ντάρλινγκ».
Μετά την επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών η Μελίνα Μερκούρη αυτοεξορίστηκε και με το ταλέντο και τη φήμη της πολέμησε σε ολόκληρο τον κόσμο το καθεστώς ενημερώνοντας τη διεθνή κοινή γνώμη για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Ιστορική έμεινε η δήλωση της: «Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα, ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».
Η ενασχόληση της με την πολιτική
Μετά την Μεταπολίτευση (1974) εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα και ασχολήθηκε κατά βάση με την πολιτική μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ. Εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής από 1977 έως τον θάνατό της το 1994, από το 1977 έως το 1985 στην Β’ Πειραιώς και τα επόμενα χρόνια με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.
Από το 1981 έως το 1989 και από το 1993 έως το 1994 διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού και λάμπρυνε με την παρουσία της και τις πολιτικές της το συγκεκριμένο υπουργείο. Όραμά της ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει ο κάτοικος της επαρχίας σε επαφή με το θέατρο, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».
Οι εμφανίσεις της στο θέατρο μετά το 1974 ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού: «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» (1978), «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν (1980) και «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν (1980).
Το 1992 έκανε μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση, όχι ζωντανή όμως αλλά βιντεοσκοπημένη, ως Κλυταιμνήστρα στην όπερα δωματίου «Πυλάδης» σε μουσική Γιώργου Κουρουπού και λιμπρέτο Γιώργου Χειμωνά, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Η Μελίνα Μερκούρη άφησε την τελευταία της πνοή στις 6 Μαρτίου 1994, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων.
Aκολουθήστε μας στo Google News