Ο ιδιαίτερα αγαπητός και δημοφιλής τροχονόμος στην Αθήνα, Νίκος Κωτσάκης, με το παρατσούκλι «Μουστάκιας» ο οποίος ήταν μάρτυρας της πόλης κατά τη διάρκεια μερικών από τους χειρότερους εφιάλτες της τροχαίας τη δεκαετία του ’80 και του ’90 «έφυγε» από τη ζωή.
Με δεδομένο το ψευδώνυμο «Μουστάκιας» από το χαρακτηριστικό πυκνό μουστάκι του, ο Νίκος Κωτσάκης διέμενε στο προάστιο του Αμαρουσίου και εργαζόταν κυρίως στον κόμβο της Λεωφόρου Κηφισίας στην Αγία Βαρβάρα, την κύρια έξοδο για Ψυχικό, Φιλοθέη και Χαλάνδρι.
Περιγραφόμενος από πολλούς ως «εθνικός μας τροχονόμος», η ανακοίνωση του θανάτου του Νίκου Κωτσάκη σε μια σελίδα της κοινότητας στο Facebook έγινε αντιληπτή από δεκάδες αναρτήσεις από αυτοκινητιστές που σχολίαζαν τον ευγενικό του τρόπο και την επιδέξιη διαχείριση της κυκλοφορίας.
Η ανάρτηση δεν διευκρίνισε την ηλικία ή την αιτία θανάτου του.
Στην ανάρτηση λέγεται ότι ο Νίκος Κωτσάκης ήταν ένα από τα δεκαπέντε αδέρφια που γεννήθηκαν σε φτωχή οικογένεια στην Ηλεία της Πελοποννήσου. Εργάστηκε ως αγρότης ξεκινώντας από την ηλικία των δεκαπέντε ετών μέχρι να ενταχθεί στο επάγγελμα για το οποίο ήταν περισσότερο γνωστός και διάσημος.
Τα πρώτα χρόνια του στην Τροχαία Αθηνών
Σε συνέντευξή του στη Real News το 2012, ο Νίκος Κωτσάκης εξήγησε πώς μπήκε στο επάγγελμα του τροχονόμου, λέγοντας: «Πώς με κέρδισε; Συνάντησα τρεις χωροφυλάκους όταν ήμουν στρατιώτης και παρατήρησα ότι και οι τρεις ήσαν ευυπόληπτα πρόσωπα στην κοινωνία. Το παρουσιαστικό, ο αέρας που απέπνεαν, η ευγένεια, η καλοσύνη. Και τους είπα: “Eίμαι αγρότης τώρα, αλλά δεν θέλω να μείνω στα χωράφια, θέλω μια καλύτερη τύχη”.
Όχι πως τα χωράφια είναι ντροπή. Τα ματωμένα χέρια μου, οι ρόζοι στα δάχτυλα, η πειθαρχία που είχα επιβάλει στον εαυτό μου, όλα από κει ξεκίνησαν. Είχα και έναν άλλο λόγο να θέλω να φύγω. Η μητέρα μου ήταν δικτάτορας, με την καλή έννοια. Μας είχε σε αυστηρή πειθαρχία.
Με διάλογο φυσικά, με καταμερισμό εργασιών, δεν έπρεπε να ξεφεύγει κανείς από τον δικό της νόμο. Αλλά εγώ ήμουν νέος, στέναζα, ήθελα να γυρίσω την πέτρα τ’ ανάποδα και με πόνο ψυχής έφυγα από το σπίτι. Ρώτησα τους τρεις χωροφυλάκους: “Τι θα λέγατε να καταταγώ στη Χωροφυλακή;”. “Aνετα”, μου είπαν αυτοί, “ταιριάζεις γάντι”. Τους είπα με δισταγμό: “Δεν είμαι κοινωνικοποιημένο ον, εγώ δουλεύω μεροδούλι – μεροφάι, από νύχτα σε νύχτα. Καφενείο δεν ξέρω”. Σας είπα, σκαπανεύς του αγρού. Αλλά νίκησα τους δισταγμούς μου».