Με πολλούς τρόπους, η πανδημία του κορονοϊού έχει οδηγήσει σε πολλές νέες τάσεις στο χώρο της εργασίας, κυρίως για τις γυναίκες.
Η τηλεργασία και η αυτοματοποίηση κυριαρχούν σε βαθμό που δεν θα μπορούσαμε
να προβλέψουμε ένα χρόνο πριν. Αλλά για τις εταιρείες που προσπαθούν να προάγουν την ισότητα των φύλων, αυτή η νέα πραγματικότητα ανατρέπει την πρόοδο και τα σχέδιά τους.
Κάθε χρόνο για τα τελευταία 6 χρόνια, η McKinsey δημοσιεύει μια αναφορά για την κατάσταση για τις γυναίκες στις εταιρείες της Αμερικής.
Φέτος, τα αποτελέσματα χτύπησαν τον κώδωνα του κινδύνου -για πρώτη φορά, 1 στις 4 γυναίκες ανέφεραν ότι σκέφτονταν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους ή να μειώσουν τις αρμοδιότητές τους.
Και για την ακρίβεια, λίγο μετά τη δημοσίευση της αναφοράς, το September jobs report έδειξε ότι 856.000 γυναίκες εγκατέλειψαν τη δουλειά τους το μήνα που πολλά παιδιά επέστρεψαν στο σχολείο μέσω τηλεκπαίδευσης. Είναι σχεδόν απίθανο αυτά τα δύο γεγονότα να είναι ασύνδετα.
Γιατί τα νούμερα είναι ανησυχητικά
Τα στοιχεία μας ανησυχούν για πολλούς λόγους. Αν κάθε γυναίκα που έχει σκεφτεί
να αφήσει τη δουλειά της ή να μειώσει τις ευθύνες της, όντως το κάνει, κινδυνεύουμε να χάσουμε έναν πολύ μεγάλο αριθμό απο γυναίκες από το εργατικό δυναμικό. Οι γυναίκες σε ηγετικές θέσεις και οι εργαζόμενες μητέρες κινδυνεύουν περισσότερο.
Αλλά ακόμα χειρότερα, ρισκάρουμε την μελλοντική πρόοδο προς έναν εργασιακό χώρο που αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα, καθώς οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να στηρίξουν τις προσπάθειες για διαφορετικότητα, αποδοχή και ισότητα
και να είναι σύμμαχοι των μειονοτήτων.
Αυτή η στήριξη δεν ήταν ποτέ πριν τόσο απαραίτητη, καθώς η χαμένη στήριξη από γυναίκες σε θέσεις ευθύνης θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμα καταστροφικές συνέπειες στην παραμονή των εργαζομένων που ανήκουν σε μειονότητες.
Για τις μητέρες, το αυξημένο στρες στη δουλειά συνδυάζεται με ένα πρόσθετο βάρος στο σπίτι.
Οι μητέρες είναι 1,5 φορές πιο πιθανό να αναφέρουν επιπρόσθετες 3 ώρες ενασχόλησης με τις δουλειές του σπιτιού, που ισοδυναμούν σχεδόν με μία ακόμη δουλειά ημιαπασχόλησης. Έτσι εξηγείται γιατί είναι αυτές που είναι πιο πιθανό να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους.
Τι μπορούν να κάνουν οι εργοδότες και οι εταιρείες
Υπάρχουν μερικά βήματα που μπορούν να κάνουν οι εργοδότες για να περιορίσουν την πίεση:
- Να κάνουν τη δουλειά πιο βιώσιμη.
Οι εργοδότες πρέπει να εξασφαλίσουν ότι θέτουν λογικούς στόχους στους εργαζομένους, που επιτρέπουν στις γυναίκες να δουλεύουν σε βιώσιμους ρυθμούς και να αξιολογούνται για την πρόοδό τους μέσα στην πανδημία.
- Να αναθεωρήσουν τους κανόνες σχετικά με την ευελιξία.
Η αυξημένη ευελιξία είναι ένα από τα θετικά αποτελέσματα της πανδημίας, αλλά η τηλεργασία έχει οδηγήσει σε ασαφή όρια μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Οι εργοδότες πρέπει να κάνουν ενέργειες για να περιορίσουν το burnout, θέτοντας όρια στη διάρκεια των meetings, απαγορεύοντας την αποστολή και απάντηση στα email εκτός ωραρίου και ενθαρρύνοντας τους εργαζομένους
να αποσυνδέονται και να προτεραιοποιούν την ευεξία τους στο τέλος της ημέρας. - Να κάνουν τα απαραίτητα βήματα για να εξαλείψουν τις προκαταλήψεις.
Καθώς οι γυναίκες και οι μειονότητες βιώνουν μεγαλύτερο αποκλεισμό και κριτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι εργοδότες χρειάζεται να ενδυναμώσουν την εταιρική κουλτούρα υποστηρίζοντας τη διαφορετικότητα και την εκπαίδευση για όλους τους εργαζομένους.
Πηγή: Ergasia.gr