Η Σοφία Βέμπο γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης. Ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης» λόγω των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Το όνομα, η ιστορία και η καριέρα της
Το όνομα Βέμπο επέλεξε η ίδια να το υιοθετήσει κάνοντας και τις απαραίτητες νόμιμες διαδικασίες, επειδή έτσι (εσφαλμένα) είχε συνηθίσει να προφέρει το όνομά της το κοινό.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπου. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε ο αδελφός της Γιώργος που τον αποκαλούσαν Τζώρτζη, η αδελφή της Αλίκη και ο μικρότερος αδελφός της Ανδρέας.
Το 1914, με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να επιστρέψει στην Τσαριτσάνη, και από εκεί να εγκατασταθεί μόνιμα στο Βόλο.
Στο Βόλο η Έφη Μπέμπο, όπως της άρεσε να λέγεται, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα «Φλωρία» του Βόλου. Παράλληλα, της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ’ αυτή με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί, και που είχε καιρό να στείλει γράμμα. Έτσι, παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π Κεφαλληνία, και στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι.
Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.
Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε.
Ήταν ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στη Βέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ.
Φθάνοντας η Σοφία Βέμπο στη Θεσσαλονίκη, όπου την περίμενε ο αδελφός της, συζήτησε την πρόταση του Τσίμπα, και με τη δική του συγκατάθεση ξεκίνησε την επομένη τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, όπου οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους.
Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα η φήμη της φθάνει στην Αθήνα, και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Τότε ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της, που δεν έφεραν αντίρρηση, αποδέχεται την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν» του Φώτη Σαμαρτζή.
Η Σοφία Βέμπο στον πόλεμο
Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε, όλες οι επιθεωρήσεις προσάρμοσαν τη θεματική τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επαναγράφονται με πατριωτικούς στίχους.
Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο.
Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Απεβίωσε σε ηλικία 68 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η Τραγουδίστρια της Νίκης αποθεώθηκε εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό, που τη θεωρούσε ηρωίδα του.
Aκολουθήστε μας στo Google News