Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συνιστά τον αποκλειστικό θηλασμό στα παιδιά για περίπου έξι μήνες και στη συνέχεια, για ακόμη ένα έτος, τον θηλασμό παράλληλα με άλλες τροφές.
Ο θηλασμός βελτιώνει τις γνωστικές-νοητικές επιδόσεις ενός παιδιού, όπως επιβεβαιώνει μία νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Τα μωρά που θήλασαν για τουλάχιστον έξι μήνες, εμφανίζουν ελαφρώς υψηλότερες επιδόσεις στα διαδοχικά τεστ που κάνουν έως την ηλικία των 14 ετών, σε σύγκριση με τα παιδιά που ποτέ δεν θήλασαν οι μητέρες τους όταν ήταν μωρά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρενέ Περείρα-Ελία του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό PLoS One, μελέτησαν στοιχεία για 7.855 βρέφη, που παρακολουθήθηκαν έως τους 14. Το 23% είχαν θηλάσει για ένα εξάμηνο ή περισσότερο, ενώ το 34% δεν είχαν θηλάσει καθόλου. Τα παιδιά έκαναν διάφορα τεστ (λεκτικά, χωρικά κ.ά.) στις ηλικίες των 5, 7, 11 και 14 ετών.
Διαπιστώθηκε ότι γενικά υψηλότερες επιδόσεις είχαν τα παιδιά που ως μωρά είχαν θηλάσει για μεγαλύτερο διάστημα, ακόμη και όταν ελήφθησαν υπόψη άλλοι παράγοντες, όπως το κοινωνικό επίπεδο της μητέρας ή το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο της οικογένειας.
Ο Περείρα-Ελίας δήλωσε ότι «σε μερικές χώρες οι μητέρες με πιο πλεονεκτικό κοινωνικό υπόβαθρο και όσες έχουν οι υψηλότερες επιδόσεις στα γνωστά τεστ είναι πιθανότερο να θηλάσουν τα μωρά τους για περισσότερο χρόνο. Έχει υποστηριχθεί ότι η σχέση ανάμεσα στον θηλασμό και στη γνωστική ανάπτυξη οφείλεται στις παραπάνω διαφορές. Όμως, η νέα μελέτη μας, που έλαβε υπόψη τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και τη μητρική γνωστική ικανότητα, δείχνει ότι ο θηλασμός, όντως, σχετίζεται με τις υψηλότερες γνωστικές επιδόσεις στα παιδιά, ακόμη και έως τα 14 τους».
Διαβάστε τη συνέχεια στη www.vradini.gr