Είναι ένα ερώτημα που συχνά έχουμε σχετικά με τη διατροφή: είναι πραγματικά η παράλειψη του πρωινού τόσο σημαντική; Οι ειδικοί λένε ότι οι άνθρωποι που τρώνε πρωινό είναι λιγότερο πιθανό να φάνε υπερβολικά την υπόλοιπη ημέρα. Όμως πρόσφατες μελέτες δεν βρήκαν διαφορά στο βάρος μεταξύ αυτών που παραλείπουν το πρωινό τους γεύμα κι εκείνων που δεν το κάνουν. Στο μεταξύ, η παράλειψη γευμάτων έχει γίνει όλο και πιο δημοφιλές μέρος της σύγχρονης ζωής.
Όσοι τρώνε πρωινό τείνουν να έχουν χαμηλότερα ποσοστά καρδιακών παθήσεων, αρτηριακής πίεσης και χοληστερόλης, ανέφερε η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία. Από την άλλη πλευρά, ορισμένες έρευνες έχουν υποδείξει ακόμη ότι η νηστεία για μεγαλύτερες περιόδους (για παράδειγμα τρώγοντας ένα βραδινό νωρίς) θα μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τους ανθρώπους να χάσουν βάρος.
Τι ισχύει τελικά για το πρωινό;
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Hohenheim στη Γερμανία εξέτασαν 17 υγιείς ενήλικες σε τρεις ξεχωριστές ημέρες: μία που έκαναν παράλειψη του πρωινού, μία που είχαν τρία κανονικά γεύματα και μία όταν παρέλειψαν το δείπνο. Παρά την αλλαγή στο χρονοδιάγραμμα, η περιεκτικότητα σε θερμίδες και η κατανομή των υδατανθράκων, του λίπους και της πρωτεΐνης ήταν ίδια και τις τρεις ημέρες. Τις ημέρες που είχε παραλειφθεί ένα γεύμα, τα άλλα δύο γεύματα είχαν επιπλέον θερμίδες για να το αναπληρώσουν. Κάθε μέρα, συλλέγονταν δείγματα αίματος από τις 7 π.μ. έως τις 9 μ.μ. για να μετρηθούν τα επίπεδα ορμονών, οι συγκεντρώσεις γλυκόζης, ινσουλίνης και η δραστηριότητα των κυττάρων του ανοσοποιητικού.
Διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι έκαιγαν περισσότερες θερμίδες σε μια περίοδο 24 ωρών όταν παρέτειναν τη νυχτερινή τους νηστεία, παραλείποντας είτε το μεσημεριανό γεύμα (41 περισσότερες θερμίδες), είτε το δείπνο (91 περισσότερες θερμίδες), σε σύγκριση με το πρόγραμμα των τριών γευμάτων την ημέρα. Αυτά τα ευρήματα συμβαδίζουν με άλλες μελέτες σχετικά με τη χρονικά περιορισμένη διατροφή.
Δεν βρήκαν διαφορά στα επίπεδα γλυκόζης 24 ωρών, στην έκκριση ινσουλίνης ή στη συνολική φυσική δραστηριότητα μεταξύ των τριών ημερών. Οι συγκεντρώσεις γλυκόζης ήταν υψηλότερες μετά το μεσημεριανό γεύμα, τις ημέρες που δεν έτρωγαν πρωινό.
Οι άνθρωποι οξείδωναν επίσης περισσότερο λίπος. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα τους διέλυσε περισσότερα από τα αποθηκευμένα αποθέματά τους λίπους, τις ημέρες που παρέλειπαν το πρωινό.
Αυτό μπορεί να ακούγεται καλό, αλλά οι ερευνητές λένε ότι θα μπορούσε να έχει ένα μειονέκτημα. Υποδηλώνει μια διαταραχή στη μεταβολική ευελιξία, την ικανότητα του σώματος να αλλάζει μεταξύ καύσης λίπους κι υδατανθράκων. Κάτι τέτοιο μπορεί μακροπρόθεσμα να οδηγήσει σε φλεγμονή χαμηλού βαθμού.